- Φυλάρχω
- ΦυλάρχῳΦύλαρχοςchief officer of a: masc dat sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φυλαρχώ — έω, ΜΑ [φύλαρχος] μσν. είμαι φύλαρχος, ηγεμόνας τών Σαρακηνών αρχ. 1. είμαι φύλαρχος τού αθηναϊκού ιππικού 2. ασκώ την εξουσία σε μια περιοχή … Dictionary of Greek
Φυλάρχῳ — Φύλαρχος chief officer of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάρχῳ — φύλαρχος chief officer of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάρχωι — Φυλάρχῳ , Φύλαρχος chief officer of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάρχωι — φυλάρχῳ , φύλαρχος chief officer of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)